- διαπληκτισμούς
- διαπληκτισμόςsparringmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακροβολίζομαι — (Α ἀκροβολίζομαι) [ἀκρόβολος] νεοελλ. (Στρατ.) 1. αναπτύσσομαι σε αραιή τάξη ή φάλαγγα (βλ. ακροβολισμός) 2. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη, αψιμαχώ αρχ. 1. μάχομαι από μακριά,… … Dictionary of Greek
σκυλοκαβγάς — ο, Ν 1. καβγάς μεταξύ σκύλων 2. μτφ. έντονος καβγάς, άγρια συμπλοκή ανάμεσα σε ανθρώπους, με φωνές, διαπληκτισμούς ή και χτυπήματα … Dictionary of Greek
διαπληκτισμός — ο το αποτέλεσμα του διαπληκτίζομαι, ο καβγάς: Αυτό το αντρόγυνο έχει συχνούς διαπληκτισμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)